επισκέπτρια

επισκέπτρια
η
θηλ.του επισκέπτης (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επισκέπτης — ο (θηλ. επισκέπτρια) (AM ἐπισκέπτης) μσν. νεοελλ. 1. αυτός που επισκέπτεται χώρο εκθέσεων, μουσείο κ.λπ. («οι επισκέπτες τής εκθέσεως») 2. αυτός που επισκέπτεται κάποιον στο σπίτι ή στο γραφείο του νεοελλ. τεχνίτης τής υπηρεσίας έλξεως… …   Dictionary of Greek

  • Κούπερμπεργκ, Κριστίνα — (Krystyna Kuperberg, Τάρνοβ, Πολωνία 1944 –). Πολωνέζα μαθηματικός και πανεπιστημιακός. Αποφοίτησε από τη σχολή μαθηματικών του πανεπιστημίου της Βαρσοβίας από την οποία έλαβε και τον μεταπτυχιακό της τίτλο το 1966. Το 1972 ξεκίνησε έρευνα στο… …   Dictionary of Greek

  • Λαμπράκη-Πλάκα, Μαρίνα — (Αρκαλοχώρι Ηρακλείου Κρήτης 1939 –). Φιλόλογος, πανεπιστημιακός και διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης. Σπούδασε αρχαιολογία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ιστορία της τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών, ενώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”